- κλοτοπεύω
- κλοτοπεύω (Α)1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.)2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος].
Dictionary of Greek. 2013.